Πολλά έχουν γραφτεί για τον Νίκο Καββαδία, τον Κόλια για τους δικούς. Τώρα μάλιστα που πλησιάζουν τα τριαντάχρονα από το θάνατό του (10 Ιανουαρίου 1975) θα γραφτούν ακόμη περισσότερα, και δικαίως. Ο Καββαδίας, ο «Μαραμπού», είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, γι' αυτό πάντα ελκυστική. Τις δικές του απόψεις όμως, ειπωμένες χαλαρά σε στενό φιλικό κύκλο και ηχογραφημένες εκούσια, δεν τις είχαμε μέχρι τώρα ακούσει, ούτε διαβάσει. Ετσι οι αφηγήσεις του, όπως τις ονομάζει ο Μήτσος Κασόλας, είναι τα μοναδικά «ζωντανά» ντοκουμέντα που έχουμε με τη φωνή του Ελληνα Μαγγελάνου. Αυτές λοιπόν οι αφηγήσεις είναι πια τυπωμένες σελίδες και μπορεί να τις διαβάσει κανείς στο βιβλίο του Μήτσου Κασόλα, εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον «Μαραμπού». Ο Καββαδίας είχε επισκεφτεί το σπίτι του συγγραφέα σαράντα εφτά μέρες πριν μπαρκάρει, στα τέλη του 1974 . «Είχε έναν φόβο, μια ανησυχία», γράφει στον πρόλογό του ο Μ. Κασόλας. «Απέπνεε ένα αίσθημα μοναξιάς, ένα προαίσθημα μη δεν προλάβει να μπαρκάρει στις 12 του Γενάρη, και μείνει στη στεριά και του συμβεί τίποτα...». Αυτό το προαίσθημα, αυτή η ανασφάλειά του Καββαδία, ώθησε τον Μήτσο Κασόλα να του ζητήσει να του επιτρέψει να μαγνητοφωνήσει κάποιες από τις απαγγελίες ποιημάτων και κάποιες από τις ιστορίες που έλεγε εκείνο το βράδυ στη φιλική παρέα. Ο Καββαδίας δέχτηκε, ο Κασόλας πάτησε το κουμπί και οι ...αφηγήσεις άρχισαν να περνούν στην ιστορία.
Τρεις είναι οι ενότητες που γύρω τους χτίζεται το βιβλίο, όσες και οι αγάπες του Καββαδία: Γυναίκα - Θάλασσα - Ζωή. Για τη γυναίκα ο Καββαδίας, που γνώρισε -και θα 'λεγε κανείς εμπιστευόταν- μόνο τις πόρνες στα απανταχού λιμάνια, λέει πως έχει το «καρχηδόνιο επίχρισμα», γι' αυτό και μπορεί και κάνει παιδί. Μόνον οι πόρνες, υποστηρίζει, δεν το έχουν. «Από την πολλή χρήση δεν έχουν. Σπάνια να 'χουνε αυτές την "άγια σκουριά", που λέω. Αυτό το επίχρισμα έχει απόχρωση σκουριάς». Για να εξηγήσει παρακάτω το ποίημα Fata Morgana στήνει το μύθο με τις τρεις λυγερές, λυσίκομες γυναίκες που εμφανίζονται εκεί κοντά στη Σικελία, κι όταν η συζήτηση φτάνει στη γοργόνα που έχει ζωγραφισμένη στο μπράτσο του, ομολογεί την πίστη του μονάχα σ' αυτήν. Σχεδόν μυθικά είναι και τα όσα αποκαλύπτει στην ομήγυρη για το πώς και με τι πόνους σωματικούς σκέπασε με τατουάζ ολόκληρο σχεδόν το σώμα του, σαν να το μισούσε σκέφτεται αυτός που διαβάζει τα λεγόμενά του. Και για το βάσανο της γραφής λέει, πόσο δυσκολευόταν να γράψει στα καράβια. Οσο για το θάνατο «Ω, το μόνο πράγμα που δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Ενα αβγό μελάτο!..» απαντάει. Οταν όμως τον ρωτούν τι του άρεσε περισσότερο στη ζωή του και τι σήμερα, με μια λέξη τα λέει όλα: «Η θάλασσα».
Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν όμως οι απόψεις του για τους ομότεχνούς του που είχε γνωρίσει προσωπικά, όπως ο Σεφέρης, ο Μυριβήλης, ο Καζαντζάκης, ο Βενέζης, ο Βάρναλης, ο Χατζής, ο Πολίτης. Αυτές οι απόψεις φιλοξενούνται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο με τον υπότιτλο «Οι φίλοι». Αξίζει να διαβαστούν, γιατί σ' αυτές φαίνεται πώς έκρινε ο Καββαδίας -βασικά με το ένστικτο- και πώς ένιωθε με ανθρώπους που κοινωνικά -ταξικά λέγαμε κάποτε- διέφεραν από αυτόν όπως η μέρα με τη νύχτα. Τρανταχτή περίπτωση ο Σεφέρης και τα περιστατικά που ο Καββαδίας διηγείται. Αλλά και με τον Μυριβήλη και τον Καζαντζάκη φαίνεται πως είχε παρόμοια προβλήματα. Γενικά, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τα όσα είπε ο ποιητής και πεζογράφος εκείνο το βράδυ θα συναντηθεί μ' έναν άνθρωπο με ψυχοσύνθεση φοβισμένου, ανασφαλή και εξαιρετικά ευαίσθητου έφηβου, ο οποίος μέσα από προκλήσεις, επικίνδυνες μερικές φορές, είτε ως προς τον εαυτό του είτε ως προς το περιβάλλον του, παλεύει να σταθεί όρθιος. «Εγώ φοβόμουνα τη στεριά, φοβόμουνα τα πάντα, φοβόμουνα τον έρωτα, εκτός από τη θάλασσα και τα σκυλόψαρα. Μ' αυτά είχα συμπάθειες...». Εκτός από τις «αφηγήσεις» του Καββαδία, αξίζουν για τους μελετητές του έργου του οι επιστολές της αδελφής του Τζένιας και οι φωτοτυπίες χειρόγραφων ποιημάτων του. Επίσης οι σελίδες του βιβλίου διανθίζονται με γνωστά ποιήματα του Καββαδία, που δένουν με το υπόλοιπο υλικό. Λίγο φλύαρες και εκτός θέματος γίνονται κάποιες φορές οι απόψεις του συγγραφέα, χωρίς όμως να ενοχλούν τη γενικότερη ανασύνθεση της ζωής τού «Μαραμπού». Το βιβλίο κλείνει με ένα κείμενο της μελετήτριας του ρεμπέτικου τραγουδιού και μεταφράστριας των ποιημάτων του Καββαδία Γκέιλ Χολστ και της Μαρίζας Κωχ που έχει μελοποιήσει ποιήματά του. Την έκδοση συμπληρώνει φωτογραφικό υλικό καθώς και οι ξυλογραφίες από την πρώτη έκδοση της συλλογής Πούσι (1947).
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΣΟΛΑΣ
Νίκος Καββαδίας - Γυναίκα - Θάλασσα –
Ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο
«ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ»
ΣΕΛ. 160, ΕΥΡΩ 15,6
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου