Κάποτε κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να μη νιώθουμε. Κάναμε ό,τι μας είχανε πει πως αν κάποιος κάνει, θα σταματήσει να νιώθει. Ανοίγαμε μηχανικά το στόμα μας και καταπίναμε τα πάντα, ανεξαρτήτως είδους και χρώματος. Μέχρι και φτηνές δικαιολογίες καταπίναμε, μόνο που αυτές ήταν πάντα στην ίδια γκρίζα απόχρωση. Και κάπως έτσι, τα καταφέρναμε. Δε νιώθαμε! Κανέναν πια δεν εμπιστευόμασταν. Ήμαστε πολύ σίγουροι πως μια προδοσία ακόμα δεν θα την αντέχαμε κι έτσι δεν το ρισκάραμε. Κι αν κάποιους αφήναμε για λίγο να διεισδύσουν στα κορμιά μας, το κάναμε γιατί είχαν και κείνα ανάγκες που προστάζανε. Το κάναμε γιατί ήθελαν και κείνα να αγαπηθούν. Γιατί εκείνα ακόμα ένιωθαν και για κείνα η αγάπη μετρούσε…
Δεν ήξεραν πως η αγάπη για τη σάρκα, μέχρι εκεί φτάνει πάντα και ποτέ δεν προχωρά παραπέρα. Σ’ αγαπώ, επειδή σ’ έχω ανάγκη. Αυτή είναι η αγάπη της σάρκας. Η ανάγκη του ενός κορμιού για το άλλο. Την ψυχή μας, όμως, κανέναν δεν αφήναμε να την αγγίξει. Κι όσοι θαρραλέοι προσπάθησαν, στο τέλος δεν τόλμησαν, γιατί ήδη τους είχαμε πείσει από καιρό πως αυτό που έψαχναν, δεν υπήρχε. Μόνο με τη μουσική αφηνόμασταν, ίσως επειδή μαζί της νιώθαμε ασφαλείς. Της επιτρέπαμε να εισχωρεί στο κάθε μας κύτταρο ξεχωριστά και μαζί της ταξιδεύαμε κι εμείς σε άλλους κόσμους. Σε άλλες κοινωνίες. Πιο αγνές. Πιο δίκαιες.
Κι όσο φανταζόμασταν πώς θα ήταν αν ζούσαμε στη χώρα της αιώνιας άνοιξης, τόσο λιγότερο βλέπαμε τον κρύο χειμώνα γύρω μας. Κι όσο πιο λίγο τον βλέπαμε, τόσο λιγότερο μας ένοιαζε. Εξάλλου, ήταν τόσο χοντροί οι τοίχοι που είχαμε χτίσει γύρω μας -μέσα μας- που δεν έφτανε ως εμάς κανένα κρύο. Κάποτε κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να μη νιώθουμε κι έτσι νομίζαμε πως θα κρυβόμαστε για πάντα από τη θλίψη. Γιατί βαθιά μέσα μας ξέραμε πως θα ’ρχότανε καιρός που κανένα τσιγάρο δε θα μπορούσε να μας ζαλίσει. Ξέραμε πως θα ’ρχότανε καιρός που το μεθύσι δε θα ’ταν πια γλυκό.
Ξέραμε πως θα ’ρχότανε καιρός που η σιωπή δε θα μας έκανε καμία εντύπωση γιατί από καιρό θα την είχαμε συνηθίσει. Ξέραμε πως θα ’ρχότανε καιρός που η Αριστερά θα μας απογοήτευε οικτρά, ξεπουλώντας σε τιμές κάτω του κόστους όλες τις ελπίδες που είχαμε αποθέσει πάνω της. Γιατί βαθιά μέσα μας, όλα αυτά τα ξέραμε. Κι αφού πέρασαν από τότε χίλια χρόνια, ήρθε μια μέρα που ο ήλιος έφτασε ξανά ως εδώ κάτω.
Ήρθε μια μέρα που άνοιξα τα παράθυρά μου και σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στον ουρανό. Ήρθε μια μέρα που έλυσα τα μαλλιά μου και βγήκα έξω. Ήρθε μια μέρα που έβαλα τα ρούχα της γιορτής και χαμογέλασα. Και κείνη τη μέρα, έτρεξα και σε βρήκα. Σου κράτησα το χέρι σφιχτά και σου ψιθύρισα: «Θέλω να ζήσω!» Μα εσύ δε με πίστεψες. Δε με πίστεψες ούτε κι όταν στο φώναξα: «ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ!» Δε με πίστεψες ούτε κείνη τη μέρα. Κι ας ήταν η πρώτη μέρα που ένιωσα κάτι, μετά από χίλια χρόνια που δεν ένιωθα τίποτα… Δε με πίστεψες. «Οι λύκοι δεν κατέβηκαν ούτε και σήμερα στο χωριό», μου είπες και σιωπηλός συνέχισες να κλαδεύεις τις κληματαριές στην αυλή. Και κείνη τη μέρα.
ΜΑΡΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ
ΒΗΜΑ: 25/07/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου