Ένας έρωτας αντισυμβατικός, που δεν κατάφερε να ενταχθεί στο καλούπι της ευτυχούς κατάληξης, ήταν που έδωσε το στίγμα του «καταραμένου» στο ειδύλλιο Καρυωτάκη-Πολυδούρη. Ασυγκίνητος στα παρακάλια της για μια κοινή ζωή, ο Καρυωτάκης με την απόφασή του προδιέγραψε το δικό του και συνάμα το δικό της τέλος. Και μπορεί η φυματίωση ως μάστιγα των αρχών του περασμένου αιώνα, να έστειλε πολλούς στο σανατόριο του Σωτηρία, αλλά για την Πολυδούρη η ζωή της μπορεί και να ήταν αλλιώς. Με την ευαισθησία της ποιήτριας και τον ενθουσιασμό μιας σφόδρα ερωτευμένης νέας γυναίκας, ήταν έτοιμη να θυσιάσει για εκείνον το όνειρο της μητρότητας και τον τίτλο της «παντρεμένης». Χαρακτηριστικά σε επιστολή του 1922, απευθύνεται στον αγαπημένο της, παρακαλώντας τον να μείνουν μαζί, κι ας την είχε εκείνος απορρίψει εξαιτίας της σύφιλης, που του είχε «χαρίσει» η συναναστροφή με ιερόδουλες γυναίκες.
Αγαπημένε μου,
Θα σου διηγηθώ μια ιστορία πολύ πρωτότυπη σήμερα - και τι μια απελπισμένη καρδιά δε σκέπτεται, δεν αποφασίζει; Είναι η μοίρα σου πολύ βαριά... αλλά, Θεέ μου! πόσο βαρύτερη είναι η δική μου... αν ήξερες... (...) Άκουσέ με, Τάκη μου, με την ήρεμη προσοχή που θ' άκουες ένα φίλο σου, έναν δικό σου. Δεν έχω απέναντι σου τις ψεύτικες ντροπές, τις μικρές δειλίες, τους απάνθρωπους εγωισμούς μια κοινής ερωμένης. Είμαι η φίλη σου, με τη συνείδηση πως είμαι η μοναδική σου φίλη. Δεν είναι λόγια στιγμιαίας έξαψης όσα θα σου ειπώ, πίστεψέ με.
Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα 'μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυο, αλλά τι μ' αυτό; Μήπως τώρα που είμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν. Θα εργάζομαι κι εγώ, όχι βέβαια όπως τώρα στη Νομαρχία και στη θέση αυτή. Θα γράφω σε μια από τις βενιζελικές εφημερίδες [...] μέχρις ότου πάρω το δίπλωμά μου. (...)
(...) Παιδιά δεν θα κάνομε, βέβαια - γελάς; ω! είναι τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. 'Άλλωστε έχω δικούς μου γιατρούς που θα κάνουν το παν για μένα. Ό,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου, αλλά γιατί να γίνει αυτό; Εμείς δεν θα έχομε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δεν θα 'μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού, όχι, θα 'μαι η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα από τη ζωή σου ν' αλλάξεις κοντά μου. Έλα, Τάκη μου. Μπορώ κάτι ακόμα να προσφέρω στη ζωή σου. Ω! αν ήξερες πόσο κακό μού κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου...πόσο κακό μου κάνει... πόσο κακό!... Δεν είσαι πια παιδάκι που θα ντρεπόταν, πες το στον πατέρα σου, δεν μπορεί, θα σε ακούσει. Τάκη, κάνε το, μη σκεφθείς τίποτα ανυπόστατα εμπόδια, δεν υπάρχει τίποτε. Προ παντός μη -σ'εξορκίζω- μη σκεφθείς πω είσαι άρρωστος και θα μου έκανες κακό. Ξέρεις πως το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορεί να νιώσω είναι η κάθε στιγμή που περνώ μακριά σου... Α! είναι ένα φοβερό, ατελείωτο μαρτύριο... Σιμά σου όλα θα 'ναι όμορφα... όλα καλά...Να υποφέρω κατιτί...να μου επιτρέπεις να πονώ τον πόνο σου, είναι η ευτυχία, η μόνη ευτυχία που μπορεί να νιώσω.... Ω! άκουσέ με, αγάπη μου, όποιον άλλον λόγο σου θα τον ακούσω, μα όχι, μη μου προβάλεις αυτόν τον τελευταίο -αν ήταν μονάχα αυτός!- μη, θα πιστέψω πως δε θέλεις να πλησιάσω τόσο πολύ στην ψυχή σου, πως δεν μ' αγαπάς. Αρκεί να μη θέλω -και δεν θέλω- δεν θα κολλήσω ποτέ, σ'το βεβαιώνω.
Φοβάμαι μήπως σου φανώ αστεία με όλα αυτά, εντούτοις, με όλα τ' άλλα που μπορείς να πιστέψεις, πίστεψε ακόμα πως η αγάπη μου με κάνει ικανή να κάνω το παν.
Μη μου απαντήσεις απερίσκεπτα, σκέψου πως σ' αγαπώ πολύ πολύ... ατελείωτα.
12.10.22
Μαρία
Μα ο Καρυωτάκης έχει πάρει τις αποφάσεις τους κι ας μην χάνει εκείνη τις ελπίδες της, ακόμα κι όταν ο ποιητής αποσπάται στην Πρέβεζα. Το Pieper Bayard με το οποίο κόβει το νήμα της ζωής του, κάνει κι εκείνη να παραιτηθεί πλέον οριστικά από τη ζωή. Φεύγει κρυφά από το σανατόριο, δεν ακολουθεί την αγωγή της και πάνω από το νοσοκομειακό της κρεβάτι έχει κρεμασμένα ένα σκίτσο του κι ένα παιχνίδι που της είχε κάποτε χαρίσει. Σε ηλικία μόλις 28 χρονών τελικά πεθαίνει...
Στην «Ανεπίδοτη Επιστολή» της ορίζει τα πράγματα όπως εκείνη τα έκρινε και τα ένιωθε...
Αγαπητοί φίλοι!
Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι' αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν, κι' ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι' ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτο φυγή. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι λυπόμουνα βαθιά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι' όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ' στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι' αυτοί... Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι' άλλοι - οι λίγοι - προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι' όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ' σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι' αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα...
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε... - ούτ' από μας ούτ' απ' τους άλλους - δεν τόλμησε να ξεφύγει απ' το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν - είμασταν - δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι' ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι... Απόκληροι της αντίληψης... Κι' όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε... Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα... ότι ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι' ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι' οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. "Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου...
Μα, από τότε έχουν πια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω - αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή - μέσ' απ' τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο... Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη... είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι' όμως - θεέ συγχώρεσέ με - θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια... Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι' αξέχαστή μου αγάπη... Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ... να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα... τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου... να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν... να ιδώ... να νοιώσω το φίλημά σου... Είναι τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν...
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη... Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι' αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ' τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι' όταν έρθ' η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια...
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι' αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν...
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι' η καλή μου φίλη.
Με αγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου