Ο Παυλάκης γεννήθηκε ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου του χίλια εννιακόσια ογδόντα εννέα, στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, που λόγο της κίνησης ποτέ δεν πρόλαβε να φτάσει έγκαιρα στο νοσοκομείο.
«Στο διάολο να πάει το μαλακισμένο», είπε ο ταξιτζής την ώρα που καθάριζε το ταξί του από τα νερά, τα υγρά και τις λοιπές βρομιές της γέννας. «Που χαΐρι και προκοπή να μην έχει το μπάσταρδο», έριξε την κατάρα του στο αθώο νεογνό, που εκείνη την ώρα το ζύγιζανε στο νοσοκομείο και το βρήκανε τρία κιλά και εκατόν τριάντα γραμμάρια.
Αγνοώντας την κατάρα του ταξιτζή –και διαψεύδοντας τον–, ο μικρούλης Παυλάκης μεγάλωνε μιά σχετικά φυσιολογική ζωή, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Η μητέρα του το υπεραγαπούσε, ενώ ο πατέρας του, αν κι εν διαστάσει με την πρώην σύζυγο του, το επισκεπτότανε συχνά και του έδειχνε την αγάπη και την στοργή που χρειαζότανε.
Η οικογένειά του δεν ήταν ιδιαίτερα προσκολλημένη με την θρησκεία και την πίστη, και η εκδήλωση της θρησκευτικότητας της περιοριζότανε σε πέντε επισκέψεις στην εκκλησία τον χρόνο: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, των Φώτων, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστος. Η μητέρα του όμως, που ήταν στα νιάτα της τρελή –κι απ’ τις λίγες στην Ελλάδα τότε– χίπισσα, το εμπότιζε πυκνά συχνά με τις θεωρίας της περί μιάς ανώτερης δύναμης που διέπει τα πάντα, και πως γενικώς, ο κάθε άνθρωπος μαγνητίζει την ζωή που του αξίζει.
Όταν ήταν οχτώ χρόνων, ο Παυλάκης ευχήθηκε να πάθει ατύχημα ένας συμμαθητής του, που του έριξε κλωτσιά χωρίς λόγο· μόνο και μόνο για να πουλήσει μούρη στους συμμαθητές του. Όταν έμαθε πως μετά από λίγη ώρα, κατά την διάρκεια σκασιαρχείου, το παιδί χτυπήθηκε από αυτοκίνητο και πέθανε, ένοιωσε τρομερές ενοχές, βέβαιος πως αυτός ευθυνότανε για το ατύχημα.
Λίγους μήνες αργότερα, κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών, ο κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος ξάδερφός του που παραθέριζε μαζί του, του μίλησε πρώτη φορά για το σεξ, και την αληθινή λειτουργία του πουλιού που είχε ανάμεσα στα σκέλια του. Ο Παυλάκης εξεπλάγην και τρόμαξε. Το ίδιο βράδυ έστησε καρτέρι και είδε έναν άγνωστο άνδρα να βάζει το πουλί του στο «πουτί» της μητέρας του —όπως ακριβώς του είχε πει ο ξάδερφός του. Καταράστηκε τον ανώμαλο που τολμούσε να κάνει τέτοια πράγματα στην μητέρα του, ευχόμενος να του πέσει το πουλί. Λίγες ημέρες αργότερα, όλο το μέρος βούιζε για το πάθημα του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ, που έχασε το πουλί του από δάγκωμα λυσσασμένου σκυλού, και τις αποτυχημένες προσπάθειες των ιατρών να το επανασυγκολλήσουν. Ο Παυλάκης, για πρώτη φορά, συνειδητοποίησε πως ίσως η μητέρα του να είχε δίκιο: Πως πράγματι είχε την δυνατότητα να ορίζει την ζωή του, σύμφωνα με τις επιθυμίες του.
Όταν έγινε δέκα χρόνων, ξύπνησε με χαρά το πρωί και φώναξε δυνατά από το μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου όπου έμενε: «Σήμερα γίνομαι δέκα χρονών! Σήμερα θα είναι η καλύτερη ’μέρα της ζωή μου!»
«Σκάσε ρε μαλακισμένο πρωί-πρωί! Που να ψοφήσεις και να μας αφήσεις ήσυχους!» φώναξε ο γείτονας του κάτω ορόφου –γνωστός για τον στριμμένο του χαρακτήρα–, που εκείνη την ώρα πότιζε τα φυτά του.
«Εσύ να ψοφήσεις καριόλη!» του φώναξε με μίσος ο Παυλάκης κοιτάζοντας προς τα κάτω. «Που να πέσει το σπίτι και να σε πλακώσει!» και μπήκε πάλι στο σπίτι. Φόρεσε ένα κοντό σορτσάκι, μια μπλούζα, πήρε και το game boy του, και βγήκε έξω για να παίξει. Το απόγευμα η μητέρα του θα του έκανε ένα μεγάλο γενέθλιο πάρτι όπου θα μαζεύονταν με τους φίλους του.
Λίγο πριν της τρεις, λίγα βήματα πριν μπει στο στην πιλοτή της πολυκατοικίας του, έγινε μεγάλος σαματάς: Η γη άρχισε να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια του, και μιά απόκοσμη βοή στον αέρα γέμισε την ψυχή του μικρού παιδιού με τρόμό.
Αυτό που συνέβη, ονομάστηκε κατοπινά ως: Ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας του χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο στρυφνός γείτονας, που μόλις εκείνο το μοιραίο πρωινό είχε ευχηθεί τα χειρότερα για τα δέκατα γενέθλια του μικρού Παυλάκη. Η πολυκατοικία όπου έως τότε έμενε, ήταν από τα λίγα κτίσματα που κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι, παρασέρνοντας στον θάνατο πολλούς από τους ενοίκους της.
Ο Παυλάκης, ντυμένος στα μαύρα, και παρευρισκόμενος στην κηδεία της μητέρας του, συνειδητοποίησε με κλάματα, πως σαφώς αυτός και μόνον ευθυνόταν για τον θάνατό της· με την ευχή που έκανε. Κατάλαβε, πως θα πρέπει να είναι πολύ προσεχτικός στις διατυπώσεις των ευχών του, μιάς και αυτό το: «Που να πέσει το σπίτι και να σε πλακώσει!», είναι που έκανε όλη την ζημιά. Κι όχι μόνο αυτό: Ευθύνονταν και για τον θάνατο άλλων περίπου εκατό σαράντα ανθρώπων. Το βάρος στην ψυχή του μικρού παιδιού έγινε αβάσταχτο.
Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει, πώς ένα τόσο καλό παιδί, σαν τον Παυλάκη, που μεγάλωσε με μία τόσο καλή μητέρα, και κατόπιν, με έναν τόσο καλό πατέρα, κατάντησε να γίνει τόσο κακό και περιθωριακό.
Στα δώδεκά του το έπιασαν να κλέβει. Στα δεκατρία να σπάει και να καταστρέφει δημόσια και ιδιωτική περιουσία, καθώς και να γράφει συνθήματα στους τοίχους όπως: «Γαμώ την τύχη σας γαμώ», «Πούστικό κισμέτ γαμιέσαι» και «Φταίω, εγώ για όλα φταίω». Στα δεκαπέντε του βίασε μία συμμαθήτριά του, που έκτοτε, χωρίς να το εκμυστηρευτεί σε κανέναν, ζούσε την υπόλοιπη ζωή της κουβαλώντας το ψυχικό της τραύμα.
Την ημέρα που Παυλάκης θα γινότανε δεκαοχτώ χρόνων, η εφημερίδα έγραφε κάπου στις πίσω σελίδες: «Νεκρό περιμάζεψαν νεαρό, ηλικίας δεκαοχτώ ετών περίπου, μετά από συνθλιπτικό κάταγμα του κρανίου, από άγνωστο μέχρι τότε αντικείμενο. Γιατροί, έπειτα από εξέταση, είπαν πως στο κρανίο μέσα, βρέθηκε θραύσμα βράχου, αγνώστου μεταλλεύματος στην γη. Ταυτόχρονα, αναφορές αυτόπτων μαρτύρων, λένε πως δευτερόλεπτα προτού πέσει νεκρός ο νεαρός, μιά λάμψη φάνηκε στον ουρανό που κατέληξε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο κεφάλι του νεαρού.
Η αστυνομία δήλωσε πως δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο ταυτοποίησης επάνω στο πτώμα, ούτε καν δελτίο ταυτότητας. Το μόνο που βρέθηκε, ήταν ένα σημείωμα που έλεγε: «Κουράστηκα να φοβάμαι να σκέφτομαι. Να εύχομαι το καλό ή το κακό. Σήμερα θέλω να πεθάνω, με τρόπο που να μην πειράξει το παραμικρό στοιχείο πάνω στην γή. Μάλλον ζητάω πολλά απ’ τον Θεό... Αλλά δεν χάνω τίποτα να παρακαλέσω. Χάνω;»
Ιστορία Της Απαλάμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου